οφθαλμοφανής

οφθαλμοφανής
-ές (Α ὀφθαλμοφανής, -ές)
1. αυτός που γίνεται αισθητός με τους οφθαλμούς, ορατός
2. καταφανής, ολοφάνερος.
επίρρ...
οφθαλμοφανώς (ΑΜ ὀφθαλμοφανῶς)
με οφθαλμοφανή τρόπο, καταφανώς, ολοφάνερα
μσν.-αρχ.
σαν να ήταν κάτι ορατό στην πραγματικότητα
αρχ.
με τα ίδια τα μάτια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. νυκτι-φανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀφθαλμοφανῆ — ὀφθαλμοφανής apparent to the eye neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀφθαλμοφανής apparent to the eye masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀφθαλμοφανής apparent to the eye masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοφανεῖς — ὀφθαλμοφανής apparent to the eye masc/fem acc pl ὀφθαλμοφανής apparent to the eye masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοφανές — ὀφθαλμοφανής apparent to the eye masc/fem voc sg ὀφθαλμοφανής apparent to the eye neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοφανέστατα — ὀφθαλμοφανής apparent to the eye adverbial superl ὀφθαλμοφανής apparent to the eye neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοφανοῦς — ὀφθαλμοφανής apparent to the eye masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμοφανῶς — ὀφθαλμοφανής apparent to the eye adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξόφθαλμος — και εξώφθαλμος, ο (AM ἐξόφθαλμος, ον) 1. αυτός τού οποίου οι οφθαλμοί προεξέχουν από τις κόγχες 2. ολοφάνερος, οφθαλμοφανής νεοελλ. αυτός που προκαλεί εξοφθαλμία («εξόφθαλμος βρογχοκήλη») αρχ. αυτός που βλέπει κάτι με απληστία …   Dictionary of Greek

  • εύσημος — η, ο (ΑΜ εὔσημος, ον Α και εὔσαμος, ον) λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύσημο ή τα εύσημα διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση μσν. (για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί… …   Dictionary of Greek

  • ολοφάνερος — η, ο καταφανής, εντελώς φανερός, οφθαλμοφανής. επίρρ... ολοφάνερα πασιφανώς, με ολοφάνερο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοφάνεια — ὀφθαλμοφάνεια, ἡ (ΑΜ, Μ και ὀφθαλμοφανία) [οφθαλμοφανής] μσν. το να είναι κάτι ορατό αρχ. οπτική απάτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”